Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ απο το ΧΑΡΑΛΑΜΠΟ ΣΚΑΡΛΗ

Μετά τη νίκη της Λαμπούσας, στις 3 Σεπτεμβρίου 1944. οι αντάρτες οπλίστηκαν με θάρρος και νέο οπλισμό, ξεκουράστηκαν λίγο και η απόφαση επάρθη, ήταν καιρός να ξεμπερδεύουν και με το Αλιβέρι. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ άρχισαν να μαζεύονται και να παίρνουν θέσεις γύρω από τα υψώματα του Αλιβερίου και όταν όλα ήταν έτοιμα, ο τηλεβόας άρχισε να καλεί τους αρχηγούς των ταγματασφαλιτών να έρθουν σε συννενόηση και να παραδοθούν χωρίς να πάθη ο κόσμος ζημιές, να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές.
Κυκλωμένο πια το Αλιβέρι από παντού, δεν υπήρχε σωτηρία, οι δυνάμεις των Ανταρτών είχαν κλείσει κάθε έξοδο, τα αστείαείχαν πια τελειώσει.
Ο τηλεβόας από το Μεσονήσι ακοούστηκε βαριά, αργά και καθαρά ήταν ο ίδιος ο Καπετάνιος του ΕΛΑΣ Θανάσης Τζάνος, απευθύνετο προς τους αρχηγούς των ταγματασφαλιτών και ειδικά στο Χρίστο Μεγαρίτη: Χρίστο σου μιλάω εγώ ο Θανάσης, εγώ ο Θανάσης ο Τζάνος, ελάτε να συζητήσομε την παράδοση, δεν θα πάθει κανείς τίποτε εκτός από τους δοσίλογους, και εκείνους που έχουν διαπράξει εγκλήματα, και προδοσίες. Γιατί να πάει ο κόσμος χαμένος,είστε περικυκλωμένοι από παντού, σου αφήνω καιρό νατοσκεφτείτε, την αυγή θα επιτεθούμε, και τότε θα είναι αργά. Ο Χρίστος Μαργαρίτης ήταν καθηγητής, λεβέντης και τον αγαπούσαν πολλοί νέοι που τους είχε κάνει φροντιστήρια, και σαν άνθρωπος ήταν καλός, πράγματι δεν είχε να πάθει τίποτε, αλλά δεν τον άφησαν άλλα καθάρματα να έρθει σε συνεννόηση. Και δυστυχώς η απάντηση ήταν βρισιές, και απειλές, κάτι ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, και άλλες κουταμάρες.
Εισβολή λοιπόν, είχε εξαντληθεί κάθε όριο υπομονής και υποχρέωσης, η διαταγή του Στρατηγείου να γίνεται προσπά­θεια συνεννόησης, και αφού συμφωνούν στην παράδοση, να αφοπλίζονται, να κρατούνται οι πρωταίτιοι, και οι απλοί άνθρωποι να αφήνονται ελεύθεροι χωρίς να κακοποιηθεί κανείς, είχε εφαρμοστεί. Ο Στρατηγός Στέφανος Σαράφης ήταν σαφής, μα και η εφαρμογή της διαταγής ήταν τέλεια εφαρμοσμένη, μαζί λοιπόν με τα ξερά θα καίγονταν και τα χλωρά. Και εδώ αυτό ακριβώς ένινε.
Ξημέρωνε ποια, από μέσα μόνον βρισιές και ψευτοπαλλη- καρισμοί ακούγονταν. Οι εκατέρωθεν δυνάμεις είχαν πάρει θέσεις, και στις πέντε το πρωί ακριβώς οι Σάλπιγγες από τρία σημεία έσχισαν άσπλαχνα τον αέρα, προχωρείτε, προχωρείτε. Τα όπλα ποια είχαν τον λόγο, και άρχισαν να μιλούν, τα όπλα που δεν γνωρίζουν Αφέντη με την ίδια ευκολία όπως και τον καινούριο εχθρό.
Βολές παντού, βολές όπλων μικρών, αραβίδων, βολές πολυβόλων, βολές του βαρέως ταχυβόλου που ήταν στημένο επάνω σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο απέναντι στα Κοκκινάγια μέσα στο δρόμο, έτσι δέσποζε σε όλη τη μικρή τότε πόλη του Αλιβερίου, και έσπαζε κάθε αντίσταση. Χειριστής του ο Βλάσης Αγγελόπουλος από του Λόκα, χτυπούσε, χτυπούσε αλύπητα και αδιάκριτα, οι σφαίρες δεν κάνουν χάρες. Στο καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου είχαν ένα πολυβόλο οιταγματασφαλίτες, μόλις το επεσή μαναν γύρισε ο Βλάσης το ταχυ βόλο, είχε το άτιμο κάτι βλήματα σαν παλούκι. Το πλακώνει και τότε άρχισε η μεγάλη καμπάνα να χτυπάει σα δαιμονισμένη. Νταν, νταν, νταν, με το ρυθμό του ταχυβόλου, που με τις ριπές των όπλων τις φωνές και τις βρισιές εκατέρωθεν, τις οιμωγές των ζώων, τα άγρια ουρλιαχτά των σκύλων, τις στριγκλιές φωνές των γυναικών, έκαναν μια ατμόσφαιρα άγρια, σκληρή, μακάβρια. Σε λίγο το πολυβόλο του καπετάνιου είχε σιγήσει, τα σακιά με την άμμο που είχαν για προφύλαξη, ξεκοιλιασμένα, μισοάδεια έκρεμαν, και έμοιαζαν με πτώματα, κατακρεουργημένα, κουρελιασμένα, άψυχα δυστυχισμένα. Το χωνί, ο τηλεβόας δηλαδή, φώναζε και παρότρυνε τους πολιορκημένους να παραδοθούν, δεν θα πά- θαινε κανένας τίποτε, έστω και στην ύστατη στιγμή παραδο­θείτε. Σας έχουμε αφήσει τον δρόμο για τον Άγιο Λουκά ανοι­χτό, προχωρήστε προς τα εκεί, δεν θα σας πειράξει κανείς. Πράγματι μερικοί που δεν ένιωθαν ένοχοι και που είχαν και λίγο μυαλό άρχισαν να προχωρούν προς τον Άγιο Λουκά, άλλοι με τα όπλα τους στον ώμο βέβαια, άλλοι άοπλοι, τα είχαν πετάξει τα έρημα. Αυτοί πράγματι δεν έπαθαν τίποτε, ήταν ανθρωπάκια παρασυρμένα, φουκαράδες, θύματα των ολίγων παλιάνθρωπων.
Η αντίσταση των αμυνόμενων άρχισε να κάμπτεται, οι αντάρτες εισχωρούσαν στην πόλη από παντού, οι ταλαίπωροι τσολιάδες άρχισαν να παραδίδονται, τους μάζευαν, τους έπαιρναν τα όπλα, καιτους κρατούσαμε σε κάποιο κατώγι- Είχε μείνει μόνο το κέντρο, ένα πολυβόλο στην πλατεία και ακριβώς στη στροφή, εκεί που είναι το κτίριο Μιλτιάδη Λεβέντη, ανθί- στατο ακόμα, οι άλλοι την είχαν κοπανήσει και είχαν και είχαν κρυφτεί σε διάφορα κατώγια ή ανύποπτα μέρη μέχρι να ιδούν τι θα γίνει, περίμεναν σε κάποιο θαύμα. Οι ένοχοι είχαν χαθεί και κάτι χαζοπούλια αμύνονταν, ναι χωρίς να ξέρουν γιατί, χωρίς κανένα φόβο να πάθουν κάτι. Ανεύθυνοι άνθρωποι, και τότε ακούστηκε η τραχιά και στεντόρεια φωνή του Καπετάν Τσιτσαίου. Παραδοθείτε ηλίθιοι θα πάτε τσάμπα, είμαι ο Κώστας ο Αργύρης. Δεν θα σας πειράξομε, εσείς τι φταίτε, αντί να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, ο βλάκας ο πολυβολητής έριξε μια ριπή, που παρ’ ολίγο να τους χτυπήσει, είχαν μόνοι τους αποφασίσει για το χαμό τους, αυτή ήταν η τελευταία τους ριπή, το κύκνειο άσμα τους, μια ομάδα που είχε προχωρήσει και φθάσει εκεί που είναι τώρα ο φούρνος του Κρόκου, με πολυβολητή τον Μάριο τον Ιταλό. Είδε τη σκηνή και ο Μάριος ενήργησε αμέσως και επιτυχώς, δίνει μια βουτιά πέφτει στη μέση του δρόμου, καιταυτοχρόνως, καιακαριαίως βάλει με το πολυβόλο μια συνεχή βολή, αυτό ήταν, το πολυβόλο της πλατείας σίγησε, ο πολυβολητής ήταν νεκρός, ο τρομερός Ιταλός είχε περάσει τις σφαίρες από την πολεμίστρα, από την οπή που περνούσε το πολυβόλο τους, η κάνη του πολυβόλου τους, τέρμα λοιπόν, το Αλιβέρι είχε πέσει, παραδόθηκαν και οι τελευταίοι.
Μια ομάδα είχε προσπαθήσει να φύγει προς τη Βάθεια, μα τους γάζωσαν, μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μεγαρίτης, πατέ­ρας του Χρίστου, καιτου Σταύρου Μεγαρίτη. Η μάχη σταμάτησε ταόπλαεσίγησαν.
ΟΥΑΙ ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ:
Αλίμονο στους νικημένους. Γύρω από το Αλιβέρι πριν τη μάχη είχαν συγκεντρωθεί αρκετές χιλιάδες κόσμος από τα γύρω χωριά, άνθρωποι που τους είχαν βασανίσει, ληστέψει, προ- δώσει, δείρει, που τους είχαν λεηλατήσει τα σπίτια, είχαν στείλει δικούς τους στις φυλακές, στη Γερμανία, είχαν ατιμάσει τις γυναίκες, ή τις κόρες τους, αυτός λοιπόν ο κόσμος ζητούσε εκδίκηση, ζητούσε δικαίωση, ζητούσε ικανοποίηση, ζητούσε τη ρεβάνς, μπουκάρανε μέσα στο Αλιβέρι, και όποιον έπιαναν τον τσάκιζαν στο ξύλο, τους λιντσάριζαν, δυστυχώς εμείς έπρεπε να τους προστατέψουμε, άχαρο έργο, μα επιβεβλημένο. Αφήστε μας να τους καθαρίσομε να ξεβρομίσει ο τόπος, τους προδότες. Θυμάμαι όταν πιάσαμε τον Βούλη το Γλάρο έπεσε ο κόσμος κατά εκατοντάδες απάνω να τον σκοτώσουν, να τον πνίξουν, τους εμποδίσαμε, ήρθαν άνθρωποι που τους είχαν κλέψει, αδειάσει τα μαγαζιά τους, όλοι αυτοί ζητούσαν εκδίκηση, τους είχανταράξει στο πλιάτσικο.
Να σκεφθείτε ότι σε σπίτι ταγματασφαλίτη βρέθηκαν εκατό πουκάμισα, εκατό φανέλες, δέματα με παπούτσια, τα γνώρι­σαν οι άνθρωποι και τα πήραν, άλλος είχε αρπάξει πέντε ραπτομηχανές, τις βρήκε ο δικαιούχος και τις πήρε, άλλος είχε αρπάξει οκτώ ραντισήρες, ένας είχε κλέψει εκατό πριόνια, καταλαβαίνετε τι καταστροφές είχαν κάνει. Όλος λοιπόν ο αγανακτισμένος κόσμος, είχε έρθει στο Αλιβέρι για εκδίκηση, κάναμε λάθος έπρεπε να τους αφήσομε να τους τσακίσουν, θα τους είχε τσακίσει ο λαός και εμείς ήσυχοι.
Οι παλικαράδες είχαν όλοι κρυφτοί στα κατώγια, αυτοί προκαλούσαν, έβριζαν, είχαν γίνει άφαντοι, δεν τόλμησε ούτε ένας να σταθεί στην πλατεία του Αλιβερίου και αντρίκεια να πει, εδώ είμαι, νικηθήκαμε παραδίνομαι και είμαι έτοιμος να πληρώσω για ότι έκαμα, να υποστώ τις συνέπειες των πράξεών μου, κανείς, μα κανείς, πιάσανε όλοι τα κατώγια, και τις διά­φορες κρύπτες και από την πάντα έβαζαν και μεσάζοντες για τη σωτηρία τους, έταζαν εκλιπαρούσαν, αυτή ήταν η κατάσταση μετά τη μάχη.
Το μάζεμα των όπλων έγινε, δεν ήταν δύσκολο όλοι κοίταζαν πώς να τα ξεφορτωθούν, το χωνί φώναζε συνέχεια, όσοι είχαν όπλα να τα φέρουν, οι παρασυρόμενοι, αυτοί που με το ζόρι επιστρατεύθηκαν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, μη φοβάστε, γνωρίζουμε τους ενόχους και θα τους πιάσουμε, δεν πρόκειται να γλιτώσουν. Πράγματι οι άνθρωποι σιγά, σιγά αναθάρησαν, άρχισαν να φέρνουν τα όπλα τους να τα παραδίνουν και να φεύγουν, ανακουφισμένοι, που μια τόσο τραγική περιπέτεια είχε περάσει, είχε τελειώσει.
Θυμάμαι δε και κάτι κωμικό, ο Σωτήρης ο Καψοθυμονάς (Μαλακτάρης) είχε όπλο, φοβισμένος λοιπόν είχε κρυφτεί σε ένα αχυρώνα και έκλαιγε τη μοίρα του. Η μάνα του η κακο­μοίρα, η θεια Σοφία σαν έμαθε ότι κάπου εκεί ήμουν και γω ρωτώντας ήρθε σιγά, σιγά, και με βρήκε, με πλησίασε και με σιγανή φωνή μου είπε έτσι σα μυστικά. Ω Χαράλαμπε ο μαύρος Σωτήρης έχει ένα τουφέκι, τι θα κάμεις τώρα θα τον βάλεις φυλατσή;
Σας διαβεβαιώ ένιωσα πολύ άσχημα, μπροστά μου είχα τη μάνα, τη μάνα των φίλων μου, τη θειά μου, είμαστε και λίγο συγγενείς, με το γιο της είμαστε σαν αδέρφια, στην αυλή της κάθε μεσημέρι περνάγαμε την ώρα μας, μας έδινε ‘κανά γλυκό, κανένα ποτήρι νερό. Ή που είχε και μια τζιτζιφιά που τήνε είχαμε σαν παραμάνα, εμείς τρώγαμε τα τζίτζιφα κάθε χρόνο, τι να της έλεγα, τι να έλεγα στη μάνα μου, αυτός ο χαζοβρούβας δεν ήταν κακός, νέο παιδί ήταν όπως και εμείς, τον παρέσυραν οι άλλοι οι μεγαλοαπατεώνες. Μη φοβάσαι θεια Σοφία της λέγω, πήγαινε εσύ και φέρε το όπλο, εγώ θα γράψω το όνομά του ότι το παρέδωσε, και πες του ότι δεν θα τον πειράξει κανείς, να μη φοβάται. Έφυγε η θεια Σοφία ικανοποιημένη, και εμένα μου ήρθαν γέλια, φανταζόμουνα το μουρλοσωτήρη μέσα στον αχερώνα, κάτω από τίποτε άχυρα. Χεσμένο από το φόβο του, άφησα κάποιον στο πόστο μου και πετάχτηκα μέχρι κοντά στο σπίτι, είδα τη θεια Σοφία να έρχεται σα Σουλιώτισσα με το τουφέκι. Έτρεξα το πήρα, μου το έδωσε και έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό, μη φοβάσαι της είπα να βγει, δεν τον ζητάει κανείς. Του το είπε και βγήκε ο φουκαράς από γωνιά σε γωνιά, δειλά – δειλά, άρχισε να κυκλοφορεί, και αργότερα που βεβαιώθηκε ότι πράγματι του είχαν συγχωρέσει το αμάρτημά του, έστειλε και ένα ωραίο γουρουνόπουλο για το συσσίτιο των ανταρτών.
Τι να πρωτογράψω, άμα ιστορήσω, πόσο κωμικά, η τραγικά γεγονότα, μυστήριες συμπτώσεις, δραματικές συμβάντα, επα­κολούθησαν κατά και μετά τη μάχη πρέπει να γράψω μέρες. Εν πάσει περιπτώσει ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, λέγει μια λαϊκή παροιμία και από τους άμαχους γίνανε πολλές ατασθαλίες, δεν ήταν όλοι όσοι είχαν έρθει αθώες περιστέρες, μέσα εκεί είχαν παρεισφρήσει και άνθρωποι κακής πίστεως, και πλιατσικολόγοι, και κλέφτες, έπρεπε να προσέχομε και αυτούς, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι δεν έγιναν παραβάσεις/ίσως και από μερικούς αντάρτες να έγιναν παραβάσεις, αλλά πολύ λίγες, ήταν ελεγχόμενη η κατάσταση, μόνο δύο εξτρεμιστικά στοιχεία διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα, για τα οποία πλή­ρωσαν κατόπιν.
Οι εντολές ήταν ρητές να μην χτυπηθεί ή πειραχτεί κανείς, αυτό ήταν δουλειά της δικαιοσύνης, αυτή θα αποφάσιζε πόσο έφταιξε ο καθένας και πόση και ποια τιμωρία του άξιζε, δεν ήταν δουλειά του καθενός, οι πολλοί υπάκουσαν, και πειθάρ­χησαν, σε δύο όμως περιπτώσεις, πράγματι έγιναν φρικιαστικά εγκλήματα. Το πρώτο όταν συνελήφθη ο Τζανουδάκης, ένας ελεεινός συνεργάτης των Γερμανών σε πολλές προδοσίες, λεηλασίες, και πράξεις άτιμες σε βάρος πολλών ανθρώπων. Όταν τον περνούσαν οι αντάρτες που τον συνέλαβαν μέσα στην αγορά, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει, θάνατος, θάνατος, θάνατος, και τότε ένας αντάρτης από του Γαβαλά, με το ψευδώνυμο ΑΣΤΗΡ παρασυρμένος από τη λαϊκή αγανάκτηση και προτροπή, τραβάει το μαχαίρι και τον σκοτώνει. Μπορεί προς στιγμήν να ικανοποιήθηκε το λαϊκό αίτημα, και να καταλάγιασε η οργή του πλήθους, μα δεν έπαψε να είναι ένα απλό φονικό.
Το ίδιο περίπου ήταν και το δεύτερο αυθαίρετο έγκλημα που διέπραξε κι ένας άλλος αντάρτης. Σκότωσε με τον ίδω τρόπο έναν άλλο άνθρωπο που δυστυχώς δεν έφταιγε, τον σκότωσε από συνωνυμία αντί του φταίχτη του αδερφού του.
Τα δύο αυτά αποτρόπαια εγκλήματα αμαύρωσαν, εκυλί- δωσαν τη νίκη, μας χάλασαν την ατμόσφαιρα, μας στεναχώ­ρησαν όλους, ο σκοπός μας δεν ήταν να σκοτώνουμε ήταν να ελευθερώσουμε τον τόπο, και οι παραβάσεις θα πήγαιναν στη δικαιοσύνη.
Όταν συνελήφθη ένας άλλος μεγάλος ένοχος αργότερα, ο λαός φώναζε, λυσσομανούσε, εχύθει επάνω να τον λιντσάρει, μα τον προστατέψαμε, με πολύ δύναμη και γλίτωσε. Σήμερα μπορώ να πω ότι αυτόν έπρεπε να τον παραδώσουμε στο λαό, καθώς και πολλούς άλλους, τα γίδια άμα τα βρεις λίώστους το κεφάλι λέγει ο λαός μας. Ο προδότης αυτός ήταν ο Βούλης ο Γλάρος, ένα από τα πιο μεγάλα καθάρματα της περιοχής, να σκεφθείτε ότι συνελήφθη με στολή Γερμανική, είχε διαπράξει μυριάδες ατιμίες, απάτες, κλοπές, προδοσίες, είχε στείλει στη Γερμανία πολλούς Έλληνες πατριώτες, και όμως αυτό το κάθαρμα γλίτωσε και συνέχισε το βρώμικο και άτιμο έργο του εις βάρος του λαού μας, το πώς και γιατί θα το γράψω παρά κάτω.
Ένας – ένας τα καθάρματα κρυμμένα από δω κι από εκεί σε διάφορες κρύπτες, κατώγια, αποθήκες, μέσα σε πιθάρια, σε βα­ρέλια, κλείστηκαν στο μεγάλο καφενείο εκεί που είναι σήμερα η Εμπορική τράπεζα, έγινε το ξεκαθάρισμα κρατήθηκαν οι πρωταίτιοι οι δημιουργοί των ταγμάτων ασφαλείας, και οι άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου